- ξεριζώνομαι
- arracher
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ξεριζώνομαι — ξεριζώνομαι, ξεριζώθηκα, ξεριζωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
εκφατνίζω — ἐκφατνίζω (AM) μσν. μέσ. (για δόντι) βγαίνω από το φάτνωμά μου, ξεριζώνομαι, πέφτω αρχ. 1. ρίχνω έξω από τη φάτνη, απορρίπτω 2. μέσ. τρώω έξω από τη φάτνη … Dictionary of Greek
εξαμιλλώμαι — ἐξαμιλλῶμαι, άομαι (Α) [αμιλλώμαι] 1. αγωνίζομαι με δύναμη («ὧ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ Πῑσαν κάτα Πέλοψ ἁμίλλας ἐξαμιλληθεὶς ποτε», Ευρ.) 2. καταδιώκω, διώχνω («τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς;», Ευρ.) 3. αφαιρώ τον νου, το λογικό, τρελαίνω… … Dictionary of Greek
ξανασπάζω — και ξανασπάω (Μ ξανασπάζω) νεοελλ. σπάζω πάλι μσν. ξεριζώνομαι … Dictionary of Greek
συνεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως 2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον 3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον 4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.) 5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον… … Dictionary of Greek
συνεκριζούμαι — όομαι, Α ξεριζώνομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκριζῶ «ξεριζώνω»] … Dictionary of Greek